- ἐκφύεται
- ἐκφύ̱εται , ἐκφύωgeneratepres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ζυγωματικός μυς — Μυς του προσώπου που διακρίνεται στον μείζονα ζ.μ. που εκφύεται από το ζυγωματικό τόξο και καταφύεται στη γωνία του στόματος, της οποίας επιτυγχάνεται η έλξη με τη σύσπαση του μυός αυτού, και στον ελάσσονα ζ.μ. που εκφύεται από την παρειακή… … Dictionary of Greek
βελονογλωσσικός — ή, ό ανατ. φρ. «βελονογλωσσικός μυς» ένας από τους μύες της γλώσσας που εκφύεται από τη βελονοειδή απόφυση του κροταφικού οστού … Dictionary of Greek
βελονοφαρυγγικός — ή, ό ανατ. φρ. «βελονοφαρυγγικός μυς» μυς που εκφύεται από τη βελονοειδή απόφυση και εισδύει στο πλάγιο τοίχωμα του φάρυγγα … Dictionary of Greek
βελονοϋοειδής — ές ανατ. φρ. «βελονοεϋειδής μυς» μυς που εκφύεται από τη βελονοειδή απόφυση και καταφύεται στο υοειδές οστό … Dictionary of Greek
δελτοειδής — Ογκώδης μυς που καλύπτει την άρθρωση του ώμου, εκφύεται από τα οστά της κλείδας και της απόφυσης της ωμοπλάτης και καταφύεται στο μέσο του βραχιονίου. Από αυτόν εξαρτάται η ανυψωτική κίνηση του βραχίονα. Η ονομασία του οφείλεται στο σχήμα του,… … Dictionary of Greek
δοντιά — Όργανα της στοματικής κοιλότητας που ανήκουν στο πεπτικό σύστημα και εκτελούν την τομή και τη σύνθλιψη των στερεών τροφών. Μολονότι τα δ. αποτελούν χαρακτηριστικό στοιχείο των σπονδυλοζώων, μπορεί να ατροφήσουν και σε αυτά τα ζώα, οπότε… … Dictionary of Greek
κλαδί — το (AM κλαδίον, Μ και κλαδίν, Α και κλάδιον) νεοελλ. φρ. «δεν τόν αφήνει σε χλωρό κλαδί» τόν καταδιώκει συνεχώς ή δεν τόν αφήνει ήσυχο ούτε λεπτό νεοελλ. μσν. 1. κλάδος φυτού, βλαστός δέντρου ή θάμνου που εκφύεται από τον κορμό, κλώνος, κλωνάρι,… … Dictionary of Greek
κοιλιακός — ή, ό (AM κοιλιακός, ή, όν) [κοιλία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κοιλιά (α. «κοιλιακοί μύες» οι μύες τών προσθιοπλάγιων τοιχωμάτων τής κοιλιακής κοιλότητας β. «ἐκ πολλῆς ἀπορίας ὑδερικοῑς και κοιλιακοῑς περιέπιπτον ἀρρωστήμασιν», Πλούτ.)… … Dictionary of Greek
κροταφίτης — ο, θηλ. κροταφίτιδα (Α κροταφίτης, θηλ. κροταφῑτις, ίτιδος) φρ. «κροταφίτης μυς» μασητήριος μυς που εκφύεται από την κροταφική χώρα και καταφύεται με ισχυρό τένοντα στην κορωνοειδή απόφυση τής κάτω γνάθου αρχ. φρ. «κροταφίτιδες πληγαί» χτυπήματα… … Dictionary of Greek
κτενίτης — ο φρ. ανατ. «κτενίτης μυς» μυς τής άνω έσω επιφάνειας τού μηρού που εκφύεται από το ηβικό οστό και καταφύεται στο άνω τμήμα τού μηριαίου οστού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτεις, κτενός Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. pectineus < λατ.… … Dictionary of Greek